- ηλαττωμένως
- ἠλαττωμένως (Α)επίρρ. με ελάττωση, με περιορισμό, με μειωτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηλαττωμένος τού ρ. ελαττούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠλαττωμένως — ἐλασσόω make less perf part mp masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)